. Στο κεντρικό μέτωπο της οικονομίας συνεχίζουν τα σύννεφα να είναι γκρίζα ή και μαύρα

Η νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθε ορμητικά με διάθεση παραγωγής έργου και μεγάλες προσδοκίες, ύστερα απο την τραγική περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας απο τον ΣΥΡΙΖΑ. Στον τομέα της εγκληματικότητας και της παιδείας όπως και σε επί μέρους δευτερεύοντες τομείς, εκεί δηλ. που το Βερολίνο δεν παρεμβαίνει, φαίνεται ότι μπορεί να κάνει θετικά βήματα. Στο κεντρικό μέτωπο της οικονομίας όμως, τα σύννεφα είναι γκρίζα ή και μαύρα. Το Βερολίνο επιμένει  να συνθλίβει την ελληνική οικονομία  επιβάλλοντας την υποχρέωση για ένα εξωπραγματικό πλεόνασμα 3,5-2,5%,την επιβολή υφεσιακών πολιτικών και σκληρών μέτρων λιτότητας, σε συνδυασμό με την υφαρπαγή ολόκληρου του δημόσιου και μέρος του ιδιωτικού πλούτου από τους “δανειστες”.

Υπό κανονικές συνθήκες, για να συνέλθει η χώρα από την μακροχρόνια ύφεση και να υπάρχει θετικό πρόσημο στην απασχόληση, να δημιουργηθούν δηλ. νέες θέσεις εργασίας, απαιτείται ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 3,5%. Επιπλέον, για την εξυπηρέτηση του πλεονάσματος, την εξυπηρέτηση των τεράστιων χρεών που διαρκώς διογκώνονται υπό την, απαιτείται πρόσθετη ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 3% τουλάχιστον. Σύνολο δηλ. 6,5%. Υπάρχει κάποιος λογικός άνθρωπος που υποστηρίζει σοβαρά ότι μπορεί στα επόμενα χρόνια η χώρα μας να επιτύχει τέτοιους απίθανους αναπτυξιακούς ρυθμούς και μάλιστα με τις σημερινές προοπτικές επιδείνωσης της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας ;  Φυσικά όχι.

Η μακροχρόνια ύφεση στην οποία έχει περιπέσει η χώρα μέσα από τις πολιτικές της ακραίας περιοριστικής οικονομικής πολιτικής σύμφωνα με τις οδηγίες του Bερολίνου και του ΔΝΤ, δεν επιτρέπει την ελάχιστη ελπίδα αισιοδοξίας για έξοδο από την κρίση.  Η επιβολή συνταγών  σκληρής λιτότητας, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης, οδηγεί σε μεγαλύτερη διεύρυνση της πτωτικής πορείας της οικονομίας. Η φτώχεια φέρνει περισσότερη φτώχεια. 

Η βίαιη συρρίκνωση των εισοδημάτων οδηγεί στην κάθετη πτώση της εσωτερικής ζήτησης και κατ’ επέκταση στον περιορισμό της παραγωγής, στην κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, στη συμπίεση της φορολογητέας και ασφαλιστικής ύλης, στην τεράστια μείωση των κρατικών εσόδων και του εθνικού εισοδήματος. Τα χρέη, ως απόλυτο μέγεθος αλλά και ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος μεγεθύνονται. Ύστερα και από το τελευταίο «κούρεμα» με το PSI το 2012 σε βάρος κυρίως Ελληνικών ομολόγων το χρέος συνεχώς αυξάνεται.  Η ελληνική οικονομία έχει περιπέσει σε κατάσταση αποπληθωρισμού και πορείας υπανάπτυξης ή για να χρησιμοποιήσω έναν οικονομικό νεολογισμό σε περιδίνηση ύφεσης. 

Από αυτήν την περιδίνηση μπορεί να ξεφύγει μόνο με ένα ισχυρό αναπτυξιακό σοκ, κάτι που θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί με επεκτατική οικονομική πολιτική. Όμως, η υφεσιακή πολιτική που ακολουθείται σε συνδυασμό με τις δυσάρεστες προβλέψεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομία και ειδικότερα αυτήν της ευρωζώνης, οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα. Μια πρώτη γεύση της επερχόμενης κρίσης είναι η πτώση του τουριστικού προϊόντος κατά την τρέχουσα χρονιά, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο οικονομικής ανόδου.

Η επερχόμενη οικονομική κρίση και ειδικότερα η επιβράδυνση της Γερμανικής οικονομίας,στο βαθμό της έντασής της, θα επιβαρύνει περαιτέρω την πορεία της Ελληνικής οικονομίας. Είναι γνωστό ότι όταν “φταρνίζεται” το Βερολίνο, η Αθήνα πέφτει βαριά άρρωστη. Έρχονται χειρότερες μέρες για την Ελληνική οικονομία.Ας ελπίσουμε ότι θα είναι γκρίζες και όχι μαύρες.

Νίκος Χριστοδούλου