Πολιτικές επιλογές με έμφαση στην ευημερία

Για πολλές δεκαετίες κυρίαρχο στοιχείο στην αξιολόγηση του πολιτικού έργου ήταν οι επιδόσεις μιας κυβέρνησης σχετικά με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.  Για πολλά χρόνια οι επιδόσεις του ΑΕΠ αποτέλεσαν ένα αλάνθαστο εμπειρικό κανόνα της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης  με αποτέλεσμα  οι ψηφοφόροι να επιβραβεύουν τους πολιτικούς που αυξάνουν το εθνικό προϊόν ενώ να  τιμωρούν αυτούς που το μειώνουν.

 

 

Ωστόσο  τελευταία  αναδεικνύεται μια άλλη πτυχή στην διαμόρφωση και κατά συνέπεια στην  μέτρηση των κοινωνικών τάσεων που ξεπερνούν την απλή αποτίμηση του ΑΕΠ. Φαίνεται ότι η συνολική πολιτική εκτίμηση διαμορφώνεται περισσότερο πολυπαραμετρικά   και  πλέον το εκλογικό σώμα και οι πολίτες δίνουν έμφαση στην ευημερία και την συνολική  ικανοποίηση. Με άλλα λόγια δίνουν πλέον έμφαση σε  αυτό που αναφέρεται σε αγγλοσαξωνικούς όρους well-being.  Αυτή η νέα τάση περιγράφεται από  ερευνητικές εργασίες και πλέον αρκετοί υπερεθνικοί οργανισμοί σε τακτά χρονικά διαστήματα  καταγράφουν την ευημερία με αντίστοιχες έρευνες ικανοποίησης ή έρευνες ευτυχίας  (subjective wellbeing SWB). Η αρχή έγινε με την επιτροπή του νομπελίστα οικονομολόγου Stiglitz  (2010) και ακολούθησε η ΕΕ (2009), ο  OΟΣΑ (2013) και τα Ην. Εθνη  (2014). Με αυτόν τον τρόπο επικαιροποιούν πιο εύκολα τα στοιχεία ικανοποίησης των πολιτών ξεπερνώντας το πρόβλημα με τις διαθέσιμες μετρήσεις τόσο του ΑΕΠ όσο και άλλων μακροοικονομικών μεταβλητών που είναι ετήσιες ή στην καλύτερη περίπτωση τρίμηνες. Το γεγονός αυτό τις καθιστά δύσχρηστες όταν χρειάζεται η παρακολούθηση και αποτύπωση των τάσεων σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός εμπειρικών εργασιών στοιχειοθετούν την υψηλή συσχέτιση της ευημερίας  με τις πολιτικές εξελίξεις μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι πλέον η συνολική ικανοποίηση του ψηφοφόρου ξεπερνά τους οικονομικούς δείκτες. Γι αυτό τον λόγο οι ερωτήσεις των ερευνών κοινής γνώμης αναφέρονται στον βαθμό ικανοποίησης  είναι από την ζωή τους.  

 

Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι μια συνεχώς διογκούμενη βιβλιογραφία (Clark, Layard and Senik, 2012; Helliwell et al., 2014)  αναφέρεται στους προσδιοριστικούς παράγοντες του   well-being. Περιληπτικά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι προσδιορίζεται από την ψυχική και την φυσική υγεία, την μόλυνση του περιβάλλοντος, την παιδεία, την κοινωνική συνοχή, την εγκληματικότητα τις κοινωνικές σχέσεις την αποτελεσματικότητα των κρατικών υπηρεσιών την λειτουργία των δημοσίων αγαθών την εκπαίδευση την απασχόληση και τα εισόδημα.  Ενώ τελευταία ενσωματώνονται και μεταβλητές όπως η ανισότητα και η ανισοκατανομή των εισοδημάτων.

 

Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει   με την παραπάνω προσέγγιση είναι ότι υπάρχει μια δυσκολία ποσοτικοποίησης των ποιοτικών μεταβλητών. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιήσεις την ψυχική υγεία ή τον βαθμό ικανοποίησης από την ζωή. Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα συνδέεται με την στάθμιση στα  δείγματα έρευνας και την δυνατότητα επαγωγής και εξαγωγής συμπερασμάτων για τον πληθυσμό. Και αυτό γιατί για διαφορετικές κοινωνικές και εισοδηματικές ομάδες υπάρχει διαφοροποιημένη βαρύτητα της κάθε ποιοτικής μεταβλητής. Για παράδειγμα οι χαμηλές εισοδηματικές ομάδες αποδίδουν μεγάλη βαρύτητα στην αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των δημοσίων αγαθών. Η δημόσια υγεία, παιδεία, πρόνοια αποτελεί βασικό πυλώνα της διαβίωσης των χαμηλών εισοδηματικών ομάδων. Δεν ισχύει το ίδιο για τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια όπου τα δημόσια αγαθά δεν συμβάλουν καθοριστικά στην διαμόρφωση του επιπέδου ζωής. 

 

 Όπως και να έχει η διεύρυνση των μετρήσεων της ικανοποίησης των πολιτών μπορεί να προσφέρει μια ασφαλή εξήγηση για την  αποτυχία των μετρήσεων κοινής γνώμης να προσεγγίσουν το τις πολιτικές εξελίξεις με μεγαλύτερη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, της εκλογής του Τράμπ και του δημοψηφίσματος για το Brexit.

 Το γεγονός της πολυπαραμετρικότητας στην διαμόρφωση των εκλογικών αποτελεσμάτων μπορεί να δώσει και μια ερμηνεία για τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών και των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών.  Στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της κρίσης η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 35% και αντίστοιχα το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε έως και 40%. Τα τελευταία δύο χρόνια η ιδιωτική κατανάλωση αυξάνεται με πολύ μικρούς ρυθμούς  οι οποίοι δεν ξεπερνούν το  2% ετησίως. Βελτιωμένες είναι επίσης  οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της Χώρας  όπως επίσης και οι προβλέψεις για τη δική τους οικονομική κατάσταση. Το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται και η ανεργία μειώθηκε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο η παραπάνω βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την κατακόρυφη μείωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σώμα διότι  η κοινωνική ατζέντα υπερκάλυψε τις οικονομικές επιδόσεις. 

TOY ΔΙΟΝΥΣΗ ΧΙΟΝΗ