Οι ΗΠΑ εξέλεξαν πρόεδρο τον Τραμπ επειδή χρεοκοπούν

Κανείς πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει συναντήσει τόσες αντιδράσεις πριν και μετά την εκλογή του, όσο ο Ντόναλντ Τραμπ. Πού οφείλεται αυτό; Στο ότι είναι ένας αντισυμβατικός πρόεδρος, όντας μεγαλοεπιχειρηματίας, ή στο ότι όλα αυτά είναι σημάδια μιας βαθειάς κρίσης που σοβεί στο υπόβαθρο; Ισχύουν και τα δύο, κυρίως όμως ισχύει το δεύτερο. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, θα πρέπει να δούμε τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο.

 

Η πλήρης απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου στα τέλη του 20ου αιώνα έδωσε στις πολυεθνικές εταιρείες της Δύσης τη δυνατότητα να επενδύσουν τα κεφάλαια τους στην αναδυόμενη Ασία και κυρίως στην Κίνα, όπου μπορούσαν να βρουν άφθονα και φθηνά εργατικά χέρια, ελαστική εργατική νομοθεσία και σχεδόν μηδενικούς περιορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο εξήχθηκαν ολόκληρες γραμμές παραγωγής της συμβατικής βιομηχανίας και δημιουργήθηκαν νέες γραμμές υψηλής τεχνολογίας (υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κλπ).

Παράλληλα εξήχθησαν και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Επρόκειτο για μια διαδικασία αποβιομηχάνισης της Δύσης, κατά την οποία τα καταναλωτικά προϊόντα άρχισαν πλέον να παράγονται σε χώρες φθηνού κόστους και στη συνέχεια να πωλούνται στις παλαιές καπιταλιστικές μητροπόλεις. Οι τελευταίες παραδόξως όχι μόνο διατήρησαν, αλλά συχνά αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη.

Αυτό εν μέρει ήταν αποτέλεσμα των χειραγωγίσιμων νομισματικών ισοτιμιών, αλλά κυρίως ήταν αποτέλεσμα της λεγόμενης financial economy. Της δυνατότητας δηλαδή των τραπεζών να παράγουν χρήμα μέσω της πιστωτικής επέκτασης, αναπληρώνοντας ή και ενισχύοντας δια του δανεισμού την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Σε μακροσκοπικό επίπεδο ορισμένες χώρες έγιναν έτσι καθαροί παραγωγοί (Κίνα, Γερμανία), με μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Άλλες χώρες έγιναν καθαροί καταναλωτές (ΗΠΑ, Νότια Ευρώπη), οι οποίες μέσω κάποιου μηχανισμού (διαφορετικού ανά περίπτωση) μπορούσαν να πιστοδοτούνται για να συνεχίσουν να καταναλώνουν.

Τα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ

Αποτέλεσμα της παραπάνω κατάστασης, σε συνδυασμό με τον εξοπλιστικό «κεϋνσιανισμό» (Reaganomics) της δεκαετίας του 1980 (ο οποίος γονάτισε την ΕΣΣΔ), είναι ότι τα τελευταία 30 περίπου χρόνια οι ΗΠΑ παρουσιάζουν συνεχώς δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η συνεχής συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησε με τη σειρά της στην αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο επί προεδρίας Ομπάμα διπλασιάστηκε, προσεγγίζοντας το ιλιγγιώδες ποσό των 20 τρισ. δολαρίων.

Για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, οι ΗΠΑ κάνουν κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο: «τυπώνουν» συνεχώς δολάρια, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας (Fed), η οποία πλέον αποτελεί τον βασικό αγοραστή του αμερικάνικου χρέους. Μεγάλες ποσότητες αμερικάνικων χρεογράφων έχουν αγοράσει, βεβαίως, και οι χώρες παραγωγοί. Κυρίως η Κίνα και η Ιαπωνία, οι οποίες με αυτό τον τρόπο έχουν εμπλακεί σε ένα σχήμα παγκόσμιας οικονομικής «πυραμίδας».

Είναι προφανές ότι αυτό που κάνουν οι ΗΠΑ δεν μπορεί να το κάνει καμία άλλη χώρα, αφού το συνεχές «τύπωμα» χρημάτων θα είχε ως συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση του νομίσματος και τη δημιουργία ανεξέλεγκτου πληθωρισμού. Αυτό όμως είναι ένα βασικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ, επειδή μεταπολεμικά το δολάριο έγινε το διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Δηλαδή, είναι το νόμισμα, στο οποίο αποτιμώνται όλα τα αγαθά (πετρέλαιο, μέταλλα, κ.λπ.) και στο οποίο γίνονται αντίστοιχα όλες οι συναλλαγές.

Ως αποτέλεσμα πάντα υπάρχει ζήτηση για δολάριο, αφού όλοι το δέχονται ως συναλλακτικό και αποθεματικό μέσο. Αντίστροφα, δεδομένης αυτής της σημασίας του δολαρίου, είναι σαφές ότι τίποτε δεν απειλεί περισσότερο τη διεθνή θέση των ΗΠΑ, όσο η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του νομίσματός τους. Εννοείται ότι όποιος επιδιώξει κάτι τέτοιο, κινδυνεύει άμεσα και θανάσιμα (όπως διαπίστωσαν με τραγικό τρόπο οι Σαντάμ Χουσεΐν και Καντάφι, οι οποίοι τόλμησαν να ψελλίσουν ότι θα έκαναν τις πωλήσεις του πετρελαίου τους σε ευρώ).

Πίνακας 1

Στον πίνακα 1 μπορούμε να δούμε την εξέλιξη του αμερικάνικου δημόσιου χρέους ανά πρόεδρο και πολιτικό κόμμα στην εξουσία. Είναι φανερή η επιτάχυνση στην αύξηση του χρέους επί προεδρίας Ρέηγκαν και Μπους και ο διπλασιασμός του επί Ομπάμα, του οποίου η έναρξη της προεδρίας συμπίπτει με την εκδήλωση της κρίσης του 2008. Έκτοτε η Fed υποχρεώθηκε να τυπώνει συνεχώς δολάρια προκειμένου να αποφευχθεί μια παγκόσμια κρίση τύπου 1929 (το περίφημο πρόγραμμα Asset reflation του Ben Bernanke).

Η άνοδος της Γερμανίας

Σε αντίθεση με τις άλλες Δυτικές χώρες, η Γερμανία δεν υπέστη σημαντική αποβιομηχάνιση. Αυτό το πέτυχε διατηρώντας χαμηλά το εργατικό κόστος (dumping μισθών) και έχοντας ένα μίγμα παραγωγής, στο οποίο κυριαρχούν τα «επώνυμα» προϊόντα, δηλαδή προϊόντα για τη ζήτηση των οποίων καθοριστικός παράγοντας δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά και το όνομα (brand name). Βεβαίως οι γερμανικές επιχειρήσεις καθόλου δεν απέφυγαν τη διεθνή επέκταση, ιδρύοντας εργοστάσια σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, μεγάλο κομμάτι της παραγωγής παρέμεινε στη Γερμανία.

Σημαντικός παράγοντας της γερμανικής επιτυχίας ήταν και η εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που της έδινε η ευρωπαϊκή ενοποίηση: Με την επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολική Ευρώπη η (ενοποιημένη πλέον) Γερμανία απέκτησε πάλι πρόσβαση στη ζωτική για αυτήν Μεσευρώπη (Mitteleuropa), στην οποία μπορούσε να επενδύει, εξασφαλίζοντας χαμηλά κόστη παραγωγής.

Αντίστοιχα με τη δημιουργία της Ευρωζώνης απέκτησε ένα διπλό πλεονέκτημα: αφ’ ενός υποτίμησε τεχνητά το νόμισμά της, αφού πλέον σε αυτό μετείχαν και οικονομικά ασθενέστερες απ’ αυτήν χώρες, και αφ’ ετέρου είχε μια αγορά για τα προϊόντα της, την οποία βεβαίως χρηματοδοτούσε έμμεσα (βλ. ανοίγματα κεντρικών τραπεζών στο σύστημα Target2).

Κατά μία έννοια, όπως και η Κίνα έναντι των ΗΠΑ, η Γερμανία χρηματοδότησε την κατανάλωση των νότιων (κυρίως) μελών της ζώνης ευρώ, με μια όμως βασική διαφορά: στην περίπτωση του ζεύγους ΗΠΑ-Κίνας, ο δανειζόμενος (ΗΠΑ) είναι πολιτικά και στρατιωτικά υπέρτερος του οικονομικά ανερχόμενου. Στη δε περίπτωση της Ευρωζώνης, η Γερμανία είχε δεσπόζουσα θέση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να ασκεί πολιτικό έλεγχο σε αυτούς που δάνειζε για να καταναλώνουν τα προϊόντα της (ακραία περίπτωση η ελληνική κρίση).

Η εύθραυστη ισορροπία και ο Τραμπ

Όσα περιγράψαμε παραπάνω, δείχνουν ότι ο κόσμος σήμερα βρίσκεται σε μια ασταθή ισορροπία, η οποία για να μην διαταραχθεί, απαιτεί συνεχές «τύπωμα» δολαρίων που διατηρούν την αγοραστική τους δύναμη. Όπως είναι προφανές όμως, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρο. Με τον ένα ή με το άλλο τρόπο οι ΗΠΑ οφείλουν να εξαλείψουν τα δίδυμα ελλείμματά τους, γεγονός το οποίο μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

Ο ένας είναι να εφαρμόσουν πολιτική περικοπών (λιτότητα), η οποία θα βύθιζε τον κόσμο σε βαθιά και απότομη ύφεση, και θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να χάσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στον κόσμο. Ο άλλος τρόπος είναι να επαναδιαπραγματευτούν τη σχέση τους με όλους τους άλλους, αξιοποιώντας τα πολιτικά (και όπου χρειαστεί) τα στρατιωτικά τους πλεονεκτήματα. Αυτός ο δεύτερος δρόμος, όπως φαίνεται, είναι ο δρόμος που επιλέγουν. Για να επιτύχουν όμως τον στόχο τους θα πρέπει να εκτελέσουν μια δύσκολη ακροβασία.

Αναστάσιος Λαυρέντζος

Slpress.gr